- αγενής
- -ής, -έςγεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, χυδαίος, πρόστυχος: Δύσκολα ανέχεται κανείς έναν αγενή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀγενής — unborn masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγενής — ές (Α ἀγενής, ές) μσν. νεοελλ. ο μη ευγενικός, απρεπής, ανάγωγος, χυδαίος αρχ. 1. αγέννητος, αδημιούργητος 2. αυτός που κατάγεται από ταπεινή οικογένεια (αντίθ. τού ἀγαθός*) 3. άτεκνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + γένος. ΠΑΡ. αγένεια, αγενικός,… … Dictionary of Greek
αγενής αναπαραγωγή ή αγενής πολλαπλασιασμός — Πολλαπλασιασμός ζώων και φυτών που, σε αντίθεση με την εγγενή αναπαραγωγή, γίνεται χωρίς γονιμοποίηση … Dictionary of Greek
ἀγενῆ — ἀγενής unborn neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀγενής unborn masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀγενής unborn masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγενέστερον — ἀγενής unborn adverbial comp ἀγενής unborn masc acc comp sg ἀγενής unborn neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγενεστάτων — ἀγενής unborn fem gen superl pl ἀγενής unborn masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγενεστέραις — ἀγενής unborn fem dat comp pl ἀγενεστέρᾱͅς , ἀγενής unborn fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγενεστέρων — ἀγενής unborn fem gen comp pl ἀγενής unborn masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγενεῖ — ἀγενής unborn masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀγενής unborn masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγενεῖς — ἀγενής unborn masc/fem acc pl ἀγενής unborn masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)